Κυριακή 10 Ιουνίου 2012


Αν έπαιζα το ίδιο παιχνίδι μ' εσένα, φαντάζομαι πως θα μπορούσα να φέρομαι αμέριμνα, υπεροπτικά, απόμακρα. Να μη με νοιάζουν οι ανάγκες των άλλων, να μη χρειάζεται να δίνω το παρών και το λόγο. Θ' άρχιζα να μοιάζω - ακόμη και φυσιογνωμικά - με όλους εκείνους που αμπαλάρουν τον εαυτό τους και τον προσφέρουν πακέτο εκεί που τους "κάνει καλό". Αυτό θα 'κανα.
Κι αν ήμουν σαν εσένα, θα κράταγα τη φλόγα της καρδιάς στο χαμηλό, θα 'βαζα όλα τ' αγαθά και τ' άγρια στο ίδιο ζύγι, θα σου 'λεγα κι εγώ πως αργήσαμε απόψε και πως ήρθε η ώρα να φύγεις. Αντί να ξαγρυπνώ στο πονεμένο προσκεφάλι σου μέσα στη νύχτα, θα 'φευγα σιωπηλά ένα πρωί παίρνοντας παραμάσχαλα το κρεμαστό μου γεφυράκι. Θα 'βαζα το εγώ μου μπροστά. Αυτό μόνο θα 'βαζα.
Ωστόσο δεν είμαι σαν εσένα. Το νιώθω πια αυτό ξεκάθαρα κι η αλήθεια με συντρίβει. Τι να 'χουν άραγε απογίνει οι τόσες ομοιότητες που 'χαμε πρωτοβρεί; Ίσως υπάρχουν ακόμη, ίσως και να τις φανταστήκαμε. Με κομματιάζει όμως που τώρα αντιλαμβάνομαι τις ομοιότητες αλλιώτικα, τις διαφορές κι αυτές αλλιώτικα - και που αφήνομαι ξανά στη ματαιότητα της μοναξιάς μου - στην κατάρα της φαντασίας μου.
Τίποτα πια δε θα 'ναι όπως πριν. Η μια μου πλευρά τεντώνεται και σχεδόν αγγίζει την ανακούφιση. Τίποτα όπως πριν. Μ' εξαίρεση μόνο κείνο το κάτι τ' ολοδικό μου που ζει απ' τη φλόγα του και θα πικραίνει γλυκά, αιμορραγώντας αργά, για όσο θα θυμάμαι να ελπίζω. 


RIP beautiful Eric

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

τ' οργανάκι

Εντάξει το αποκτήσαμε, τώρα μένει να το παίξουμε κιόλας. Το μαντολινάκι αριστερά είναι ένα περίεργο υβρίδιο μαντολίνου, μαντόλας και μίνι-λαούτου, με πλακέ σκάφος και πολύ χοντρολαίμικη ταστιέρα - φτιαγμένο στα βάθη της Καλιφόρνιας από κάποιον που κατέθεσε όλη του την τέχνη στην ξυλουργική παρά στην παραδοσιακή οργανοποιία. Κουρδισμένο κλασικά σαν μαντολίνο: G-D-A-E, με τις συμπαθητικές χορδές σε ταυτοφωνία, αν και δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι αυτό είναι και το καλύτερο κούρδισμα ή αν πρέπει να κατεβούμε μια οκτάβα γενικά. Οι περιορισμένες μου γνώσεις το τοποθετούν κάπου ανάμεσα στην αμερικάνα μαντόλα άλτο και κάτι περίεργα δυτικά μαντολίνα. Όχι ιρλανδέζικο μπουζούκι, ούτε λιλιπούτειο λαούτο, σίγουρα όχι κλασικό μαντολίνο.
Στ' αφτιά μου ακούγεται σα βαθυστόχαστος μπαγλαμάς, κάπως πιο εξευγενισμένος απ' το μπαγλαμαδάκι που 'χω αφήσει κάτω στην Αθήνα - παραμελημένο και λιγο/κακοπαιγμένο - και παραδέχομαι πως δε θα 'ναι εύκολο οργανάκι τούτο το καινούργιο να το συνηθίσω. Εδώ υπάρχει και η πιθανότητα ο κατασκευαστής να πήρε μια εξαιρετικά ελαστική άδεια δημιουργίας και να κατέληξε να φτιάξει όργανο που δεν αντιστοιχεί με κανένα, αν και φέρει στοιχεία πολλών.
Αυτό και μόνο με γοητεύει. Ένα μαντολίνο που δε μοιάζει με τ' άλλα, μια ιδέα που υλοποιήθηκε με βάση μια συγκεχυμένη κι ίσως εντελώς υποκειμενική αντίληψη της παράδοσης. Και παρά την αγάπη που τρέφω στην παραδοσιακή οργανοποιία από όποιο σημείο της γης κι αν προέρχεται, ομολογώ πως καθόλου δε μ' ενοχλεί η ιδέα της απομάκρυνσης προς κάτι εντελώς διαφορετικό, αιρετικό και προσωπικό. Ακόμη κι αν το αποτέλεσμα δε δουλεύει πάντα.
Κάπου εδώ βρίσκομαι αυτό τον καιρό, έτσι κι αλλιώς, σε σχέση με πολυακουσμένα δεδομένα και τετριμμένες εντυπώσεις. Κι εννοώ δικές μου εντυπώσεις, όχι άλλων. 'Σωστές' ή 'λάθος' αντιλήψεις, κάποια γενναία βήματα λίγο πιο πέρα απ' τα γνωστά λιμέρια μου, μικροπροσπάθειες που ίσως ευοδώσουν, ίσως όχι. Το θέμα είναι πως με κάθε τέτοια βήμα, με καθεμιά παράταιρη εικόνα στα μάτια μου ή αποτέλεσμα στη ζωή μου, κάτι ακόμη μαθαίνω για μένα που δε φανταζόμουνα χθες. Μπορεί κάτι τέτοιο να συμβεί και με το μαντολίνο.
Το παρακάτω κλιπ αναφέρεται στην κατασκευή και τον ήχο μιας παρόμοιας μαντόλας.



Και βάζω το δικό μου εδώ των Occasional Dream, γιατί τους ακολούθησα με τ' οργανάκι σε τούτο το κομμάτι κι εντάξει μου ακούστηκε. Άλλωστε δεν τους ξεχνώ ποτέ τους ΟD, ο ήχος (κι ο στίχος) τους μ' εκφράζει απόλυτα από όλες τις πλευρές.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

πρώτες πρωινές

John Martyn 11 Σεπτεμβρίου 1948 – 29 Ιανουαρίου 2009
RIP Johnny
 
Τις πρωινές ώρες της περασμένης Κυριακής, μιας Κυριακής με κόκκινα κλαμένα μάτια και γενικά γκριζοκόκκινης, επισκέφθηκα ξανά τον Johnny. Τυχαία μάλιστα, δεν τον έψαχνα ακριβώς αλλά ήρθε και με βρήκε ο ίδιος, όπως γίνεται συνήθως με τις περίεργες συγκυρίες και τις μεταφυσικές υπερβολές. Κάτι έψαχνα - μουσική φυσικά - για να ντύσω ένα δικό μου κείμενο γυμνό, ένα κείμενο που 'γραψα και που σκέφτομαι τώρα πως ίσως και να μην έπρεπε να είχα γράψει, ένα κομμάτι ψυχής πληγωμένης που καλά θα 'ταν να το είχα αφήσει στη σιωπή του. Στην αποχή του.

Όμως μέτρησε για μένα αρκετά ώστε να το γράψω. Κι εκεί πάνω ήρθε να με βρει ο Τζόννι, ο καταπληγωμένος Τζόννι που δεν έκρυψε ποτέ την εσωτερική του αιμορραγία, που μπόρεσε κι ανέβασε την κιθάρα σε δικά του μοναδικά, υπερφυσικά επίπεδα. Με μιαν υπερβολή που κατανοώ πολύ καλύτερα τώρα που μεγάλωσα και σίτεψα, υπερβολή που ανεβάζει και συντρίβει ταυτόχρονα. Πιστεύω πως ο τρόπος που έπαιξε, ο τρόπος που έγραψε, ο τρόπος που ερμήνεψε, μοναδικοί όλοι τους, αποδεικνύουν ακριβώς αυτό. 

Εκεί λοιπόν ήρθε να με βρει ο Τζόννι, να μου αφήσει στην αγκαλιά το πολύτιμο small hours του για να μου πει πως δεν κάνει να μετανιώνουμε για τις αδυναμίες μας. Πως πρέπει ν' αγαπάμε all the way. Ακόμη κι όταν όλα πίσω μας γίνονται στάχτη, είναι σημαντικό να παραμένουμε αυτοί που είμαστε. Δε μετανιώνω λοιπόν που το 'γραψα και το 'στειλα το κειμενάκι. Αν καθόμουν πάνω του λιγάκι ακόμη θα του είχα κάνει μια βαρβάτη επιμέλεια, θα το 'χα ξεσκονίσει, θα το 'χα φέρει στα μέτρα και την ευαισθησία του παραλήπτη - να μην τον ταράξει ή τον πονέσει τάχαμου. Θα το είχα μετατρέψει σ' έναν παραμύθο αντάξιο ίσως των άλλων παραμύθων στα ρουτς μου.

Όμως δε θα 'ταν πια το ίδιο πονεμένο, απελπισμένο, φοβισμένο και far out κειμενάκι καρδιάς. Το διαβάζω τώρα - το 'χω ήδη διαβάσει αμέτρητες φορές - και με πιάνει κάτι σαν ρίγος, σα ναυτία. Αντηχούν ανάμεσα στις γραμμές πορτοπαράθυρα που ανοιγοκλείνουν, που κλείνουν μάλλον, κι ο ήχος που κάνουν παραπέμπει σε κάποιες από τις νότες του Τζόννι. Εκείνος είχε αγαπήσει κι είχε πονέσει πολύ στη ζωή του, και το small hours εκφράζει την απόλυτη αγάπη που ματώνει φεύγοντας, την αγάπη που ξεφεύγει από τα όρια. 

Από την άλλη, ο αγαπημένος Robert Smith των Cure τιμά το κομμάτι έχοντας αγαπήσει κι αγαπώντας ακόμα, σταθερά κι ανεπιφύλακτα, την υπέροχη γυναίκα του. Δίχως τραυματισμούς, αποχωρισμούς, υπερβολή και δράμα. Τιμά τον Τζόννι απόλυτα, χωρίς όμως να συμμερίζεται τον πόνο του. Μόνο το μέρος που αναφέρεται καθαρά στην αγάπη μπορεί ν' αγγίξει. Και στο σ' αγαπώ τόσο..

Ενώ εκείνο το ruin θρυμματίζεται και χάνεται στο ανώνυμο υπερπέραν. Play on Johnny.