Είχες αφήσει στο παράθυρό σου χαραμάδα αβέβαιη. Δεν ξέρω αν το 'ξερες, μα από 'κει βρήκε χώρο να τρυπώσει η ψυχή μου να συναντήσει τη δική σου. Από 'κει χύθηκε λίγη απ' τη συμπόνια σου, κάτι από σένα γλίστρησε και βρέθηκε απρόσμενα στα χέρια μου, κρύα μέσα στα δικά σου, χιόνι κάτω απ' τα πόδια μας, μπαγιάτικος ο αέρας της κάμαρής σου.
Ομολογώ πως δεν είχα προετοιμαστεί για τη νύχτα που η παγωνιά θα 'φτανε ευθεία στην καρδιά μου. Τώρα πεπερασμένοι εμείς, οι μουσικές μας χωριστές, οι χορδές μας τεντωμένες, μακρινές κι άγνωστες.
Κι εγώ που ποτέ δεν ένιωσα άνεση αρκετή να βρω φωνή να τραγουδήσω κάτω απ' το φεγγάρι σου. Εγώ που έχασα τη μια μου φτερούγα σε κάποια ξεχασμένη θήκη κιθάρας δεύτερης διαλογής, βρίσκω το βάρος της ελευθερίας να κουρνιάζει στα μάτια μου. Δε θα χωθώ ξανά στο πονεμένο σου πλευρό.
Η χαραμάδα έκλεισε κι οι ψυχές μας έμειναν η καθεμιά στον πάγκο της. Στο κρεβάτι μου γέρνει ένας ασκητής, ένας ψηλός ηλικιωμένος που κουβαλάει μέσα του τσούρμο πρόσφυγες, άνεργους και παραμελημένα παιδιά. Φοράει σταυρό που του πληγώνει το στέρνο.
Χάρισμά σου το χρυσάφι που 'χα στείλει, καθώς και το κλειδί που άνοιξε για μια στιγμή την ξώθυρα, και το χαμόγελο που ζέστανε τον κόρφο του ασκητή, χαλάλι και τα δάκρυα που στόλισαν διαμάντια το γιακά σου.
Ομολογώ πως δεν είχα προετοιμαστεί για τη νύχτα που η παγωνιά θα 'φτανε ευθεία στην καρδιά μου. Τώρα πεπερασμένοι εμείς, οι μουσικές μας χωριστές, οι χορδές μας τεντωμένες, μακρινές κι άγνωστες.
Κι εγώ που ποτέ δεν ένιωσα άνεση αρκετή να βρω φωνή να τραγουδήσω κάτω απ' το φεγγάρι σου. Εγώ που έχασα τη μια μου φτερούγα σε κάποια ξεχασμένη θήκη κιθάρας δεύτερης διαλογής, βρίσκω το βάρος της ελευθερίας να κουρνιάζει στα μάτια μου. Δε θα χωθώ ξανά στο πονεμένο σου πλευρό.
Η χαραμάδα έκλεισε κι οι ψυχές μας έμειναν η καθεμιά στον πάγκο της. Στο κρεβάτι μου γέρνει ένας ασκητής, ένας ψηλός ηλικιωμένος που κουβαλάει μέσα του τσούρμο πρόσφυγες, άνεργους και παραμελημένα παιδιά. Φοράει σταυρό που του πληγώνει το στέρνο.
Χάρισμά σου το χρυσάφι που 'χα στείλει, καθώς και το κλειδί που άνοιξε για μια στιγμή την ξώθυρα, και το χαμόγελο που ζέστανε τον κόρφο του ασκητή, χαλάλι και τα δάκρυα που στόλισαν διαμάντια το γιακά σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου